Συγγραφέας: Ιωάννης Ιωαννίδης, Παθολόγος
 
   1. Ο ΣΔ τύπου 2 σχετίζεται με τον καρκίνο;
Υπάρχουν πολλές επιδημιολογικές μελέτες που αναδεικνύουν μια συσχέτιση του ΣΔ τύπου 2 με διάφορες μορφές καρκίνου. Οι μελέτες αυτές είναι είτε μελέτες κοορτής (προοπτικές μελέτες) είτε μελέτες ασθενών μαρτύρων (case control studies). 
Σε μεταανάλυση αυτών των μελετών καταγράφηκαν ως κυριότερες οι κάτωθι συσχετίσεις με διάφορες μορφές καρκίνου (σημείωση : RR: Relative Risk, σχετικός κίνδυνος των ατόμων με διαβήτη σε σχέση με τα μη διαβητικά άτομα.).
· Καρκίνος παγκρέατος (36 μελέτες, RR: 1.82)
· Καρκίνος παχέος εντέρου (15 μελέτες, RR: 1.30)
· Καρκίνος ουροδόχου κύστεως (16 μελέτες, RR : 1.24)
· Καρκίνος μαστού (20 μελέτες, RR: 1.20)
· Καρκίνος ενδομητρίου (16 μελέτες, RR : 2.10)
· Καρκίνος ήπατος (20 μελέτες, RR: 2.51)
· Εξαίρεση: Καρκίνος προστάτη (19 μελέτες, RR:0.84)
Οι πιθανοί μηχανισμοί ανασκοπούνται στην συνέχεια.

   Α. Παχυσαρκία
Στην παχυσαρκία, η αυξημένη απελευθέρωση ελεύθερων λιπαρών οξέων, παραγόντων φλεγμονής όπως ο TNFa και η μειωμένη παραγωγή της αδιπονεκτίνης οδηγούν στην εμφάνιση αντίστασης στην δράση της ινσουλίνης και αντιρροπιστικής υπερινσουλιναιμίας. 
Τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης έχουν ως αποτέλεσμα την μειωμένη ηπατική σύνθεση της πρωτεΐνης 1 που συνδέει στο πλάσμα τον αυξητικό παράγοντα που προσομοιάζει στην ινσουλίνη [ insulin-like growth factor binding protein 1 (IGFBP1)] ενώ πιθανώς μειώνει την σύνθεση του IGFBP1 τοπικά και σε άλλους ιστούς. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τα αυξημένα επίπεδα βιοδιαθέσιμου IGF1 (insulin like growth factor-1) . Τόσο η ινσουλίνη όσο και ο IGF1 συνδέονται με τους υποδοχείς της ινσουλίνης (IRs) καθώς και τους υποδοχείς IGF1 (IGF1R), προάγοντας τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και αναστέλλοντας την κυτταρική απόπτωση σε πολλούς ιστούς. Αυτές οι δράσεις μπορεί να συμβάλλουν στην καρκινογένενση. 
Τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης εξάλλου μειώνουν την ηπατική παραγωγή της σφαιρίνης που συνδέεται με τις ορμόνες του φύλου (SHBG, sex hormone binding γlobulin) με αποτέλεσμα την αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα της οιστραδιόλης (Ε2) και της τεστοστερόνης. Οι ορμόνες αυτές σχετίζονται με ορμονοευαίσθητους καρκίνους όπως του μαστού και του ενδομητρίου στις γυναίκες. Παράλληλα στον αυξημένο λιπώδη ιστό με την επίδραση του ενζύμου 17β-HSD παράγονται σε αυξημένες ποσότητες από την Δ4Α (ανδροστενδιόνη) και από την Ε1 (οιστρόνη) η τεστοστερόνη και η Ε2 αντίστοιχα. Παράλληλα, στον λιπώδη ιστό υπό την επίδραση της αρωματάσης γίνεται αυξημένη μετατροπή της τεστοστερόνης σε Ε2.

   Β. Αντίσταση στην ινσουλίνη
Η ινσουλίνη μετά την σύνδεση της στην κυτταρική μεμβράνη ασκεί την δράση της μεταβιβάζοντας ενδοκυττάρια το μήνυμα της μέσω δυο κυρίων οδών. Όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη η αγωγή του μηνύματος μέσω της κινάσης PI3K ελαττώνεται. Η οδός αυτή είναι υπεύθυνη για την είσοδο της γλυκόζης ενδοκυττάρια (μέσω των GLUT-4 υποδοχέων) και για την καταστολή της νεογλυκογένεσης . Η δυσλειτουργία της οδού οδηγεί σε αύξηση του σακχάρου στο αίμα. Η αύξηση αυτή οδηγεί σε αντιρροπιστική υπερινσουλιναιμία προκειμένου να υπερνικηθεί το κώλυμα και να ομαλοποιηθούν τα επίπεδα γλυκόζης. 
Ωστόσο, τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης ευοδώνουν τις δράσεις της ινσουλίνης μέσω του ενδοκυττάριου δρόμου της κινάσης MAPK (ο δρόμος αυτός δεν παρουσιάζει αντίσταση). Οι δράσεις αυτές έχουν ως τελικό αποτέλεσμα αυξητικές δράσεις.
Σε κυτταρικό επίπεδο, τόσο η ινσουλίνη όσο και οι IGF1 και IGF2 συνδέονται με μια σειρά από υποδοχείς της οικογένειας των υποδοχέων insulin receptor (IR)–IGF1 receptor (IGF1R).
Η ινσουλίνη έχει άμεση πρόσβαση στους υποδοχείς της ενώ η βιοδιαθεσιμότητα του IGF1 επηρεάζεται από τις πρωτεΐνες σύνδεσης [IGF binding proteins (IGFBPs)].
Για τον IGF-1 υπάρχει μόνο ένα είδος υποδοχέα ο IGF1R, ενώ για την ινσουλίνη υπάρχουν δυο ισομορφές του υποδοχέα της (IRA και IRB). 
Η πιο σημαντική διαφορά των υποδοχέων IRA από τους IRB είναι η μεγάλη συγγένεια τους με τον IGF-2. Οι υποδοχείς IRA εκφράζονται κύρια στην ενδομήτρια ζωή και προάγουν τις δράσεις του IGF-2 στην εμβρυογένεση και στην ανάπτυξη του εβρύου.
Οι υποδοχείς IR-A υπάρχουν επίσης σε αφθονία σε καρκινικά κύτταρα αυξάνοντας την απάντηση τους στις δράσεις της υπερινσουλιναιμίας που υπάρχει στα άτομα με διαβήτη.

   Γ. Υπεργλυκαιμία
Η υπεργλυκαιμία μπορεί να συμβάλλει στην αυξημένη εμφάνιση καρκίνου στα άτομα με διαβήτη μέσω πολλών μηχανισμών :
   -Οδηγεί σε σύνθετες και αλληλοεξαρτώμενες αλλαγές στον μεταβολισμό.
   -Προκαλεί αλλαγές στην διαχείρηση των θρεπτικών συστατικών.
   -Ευοδώνει αλλαγές στην έκφραση γονιδίων.
Οι καλώς διαφοροποιημένοι ιστοί όταν υπάρχει οξυγόνο, μεταβολίζουν την γλυκόζη σε πυροσταφυλικό οξύ (γλυκόλυση, εντός του κυτταροπλάσμαατος) το οποίο στην συνέχεια οξειδώνεται εντός των μιτοχονδρίων παράγοντας ενέργεια και CO2. (οξειδωτική φωσφορυλίωση). 
Όταν το οξυγόνο απουσιάζει ή ανεπαρκεί το πυροσταφυλικό αντί να εισέλθει στα μιτοχόνδρια για οξειδωθεί μετατρέπεται σε γαλακτικό οξύ (αναερόβια γλυκόλυση). Η παραγωγή γαλακτικού επιτρέπει την συνέχιση της γλυκόλυσης (μετρέποντας ξανά το συνένζυμο NADH σε NAD+), αλλά έχει ως αποτέλεσμα την δραματική μείωση της παραγώμενης ενέργειας. Τα καρκινικά κύτταρα εκτρέπουν τον μεταβολισμό τους προς την παραγωγή γαλακτικού ανεξάρτητα αν υπάρχει οξυγόνο ή όχι (φαινόμενο Warburg ).
Αυτό το φαινόμενο παρουσίαζεται και σε φυσιολογικούς αναπτυσσόμενους ιστούς. 
Στους ιστούς αυτούς το ~10% της γλυκόζης κατευθύνεται σε μεταβολικές βιοσυνθετικές οδούς μέσω ενδιάμεσων μεταβολιτών της γλυκόλυσης πριν την παραγωγή πυροσταφυλικού οξέος. Οι βιοσυνθετικές αυτές οδοί ελέγχονται από ογκογονίδια και γονίδια καταστολής όγκων. (oncogenes και tumor suppressor genes).
Η μεταβολική αυτή εκτροπή βοηθά τόσο την παραγωγή NADPH όσο και την έξοδο ακέτυλο-CoA στο κυτταρόπλασμα βοηθώντας την λιποσύνθεση.
Βήματα-κλειδιά αυτών των μεταβολικών οδών επηρεάζονται από σημαντικές για την ανάπτυξη ενδοκυττάριες οδούς . Η ενεργοποίηση των υποδοχέων των αυξητικών παραγόντων οδηγεί σε ενεργοποίηση της οδού της κινάσης PI3K διεγείροντας την είσοδο της γλυκόζης και την γλυκόλυση (πρώιμα στάδια). Η ενεργοποίηση όμως και της τυροσινικής κινάσης αναστέλλει τα όψιμα στάδια της γλυκόλυσης προάγοντας την συσσώρευση ενδιάμεσων μεταβολιτών και ευοδώνοντας την παραγωγή NADPH.
Το ογκογονίδιο Myc ευοδώνει τον μεταβολισμό της γλουταμίνης υποστηρίζοντας έτσι την περαιτέρω παραγωγή NADPH. Οι οδοί LKB1/AMPK και του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53 αλλάζουν επίσης την ροή των μεταβολιτών στην οδό της γλυκόλυσης ως απάντηση του κυτταρικού stress. (μειώνουν τον πολλαπλασιασμό και τις αυξητικές δράσεις σε περιόδους ενεργειακής ένδειας). Την οδό της LKB1/AMPK επηρεάζει και η μετφορμίνη που φαίνεται πως μειώνει την εμφάνιση πολλών καρκίνων.

   2. Σχετίζονται με τον καρκίνο τα φάρμακα για τον ΣΔ τύπου 2;

   Α. Επίδραση των αντιδιαβητικών θεραπειών (από το στόμα)
   Μετφορμίνη
Αρκετές μελέτες παρατήρησης και μελέτες ασθενών μαρτύρων έδειξαν ότι οι διαβητικοί ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη έχουν χαμηλότερα ποσοστά καρκίνου και θνησιμότητα από καρκίνο από άλλους διαβητικούς.
Μια τέτοια μελέτη στην Σκωτία βασίστηκε στην βάση δεδομένων DARTS του Tayside όπου εντόπισαν για το διάστημα 1993 – 2001 11.876 νεοδιαγνωσθέντες διαβητικούς εκ των οποίων οι 923 νοσηλεύτηκαν αργότερα για καρκίνο. Διασταυρώνοντας αυτά τα στοιχεία με τη βάση συνταγογραφικών δεδομένων ΜΕΜΟ και συγκρίνοντάς τα με διαβητικούς που δεν ανέπτυξαν καρκίνο βρήκαν ότι οι καρκινοπαθείς διαβητικοί είχαν λιγότερες πιθανότητες να χρησιμοποιούν μετφορμίνη για τον έλεγχο του σακχάρου τους.
Η σημαντικότερη όμως επιδημιολογική μελέτη δημοσιεύθηκε στα μέσα του 2009 και αφορούσε τη σχέση της με τον καρκίνου του μαστού.
Οι επιστήμονες, ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες που λάμβαναν μετφορμίνη είχαν στατιστικά σημαντικό υψηλότερο ποσοστό πλήρους ιστολογικής ανταπόκρισης σε σχέση με αυτές που λάμβαναν άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα.
Προ ολίγων ετών οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η μετφορμίνη σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα που στερούνται ένα βασικό ρυθμιστικό γονίδιο που ονομάζεται p53.
Η έλλειψη του γονιδίου p53 είναι η πιο κοινή μετάλλαξη στον ανθρώπινο καρκίνο. Στις περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις του καρκίνου στον άνθρωπο έχει χαθεί το ογκοκατασταλτικό γονίδιο p53. 
Στην καρδιά της φαρμακολογικής δράσης της μετφορμίνης βρίσκεται η αλληλεπίδρασή της με την ΑΜΡΚ (AMP-ενεργοποιούμενη πρωτεϊνική κινάση, AMP-activated protein kinase). Η ΑΜΡΚ είναι μία ετεροτριμερής πρωτεϊνική κινάση και αποτελεί τον βασικό ενεργειακό αισθητήρα των κυττάρων. Η ενεργοποίησή της καταστέλλει μεταβολικές διαδικασίες που εξαρτώνται από την παροχή ΑΤΡ, όπως η νεογλυκογένεση (εξ ου και η αντιυπεργλυκαιμική δράση της μετφορμίνης), η σύνθεση πρωτεϊνών και λιπών, αλλά και διεγείρει καταβολικές διεργασίες όπως η γλυκόλυση και η οξείδωση των λιπαρών οξέων.
Η ενεργοποίηση της ΑΜΡΚ σε φυσιολογικές συνθήκες προκαλείται είτε από την ογκοκατασταλτική κινάση LKB1 είτε από υψηλές συγκεντρώσεις ΑΜΡ και οδηγεί σε ταχεία αναστολή της κυτταρικής διαίρεσης, ιδιότητα που βρίσκεται στον πυρήνα της αντικαρκινικής δράσης της μετφορμίνης. Η μετφορμίνη επάγει τη δραστηριότητα της ΑΜΡΚ μέσω αναστολής του μιτοχονδριακού αναπνευστικού συμπλόκου 1, παρεμποδίζοντας έτσι την παραγωγή ΑΤΡ και αυξάνοντας το κλάσμα ΑΜΡ/ΑΤΡ. Φαίνεται λοιπόν ότι η αντικαρκινική δράση της μετφορμίνης είναι μάλλον μεταβολικής προέλευσης.
Η φαρμακευτική επαγωγή της ΑΜΡΚ αποτελεί μία νέα προσέγγιση στη θεραπεία του καρκίνου και η μετφορμίνη συνιστά την καλύτερη επιλογή προς αυτήν την κατεύθυνση. 

   Γλιταζόνες
Οι γλιταζόνες ενεργοποιούν τους PPARγ υποδοχείς. Οι PPARγ σε πολλές μελέτες in-vitro ασκούν αντινεοπλασματική δράση.(Αναστέλλουν την κυτταρική ανάπτυξη και ενισχύουν την απόπτωση των καρκινικών κυττάρων). Οι γλιταζόνες ενεργοποιούν επίσης την AMPK. 
Από τις κλινικές μελέτες, δεν φαίνεται παρόλα αυτά, σημαντική συσχέτιση των γλιταζονών με τον καρκίνο. Στην μελέτη PROactive με την πιογλιταζόνη φάνηκε μικρότερη επίπτωση καρκίνου του μαστού ενώ στην μελέτη RECORD με ροσιγλιταζόνη φάνηκε μικρότερη επίπτωση καρκίνου του παγκρέατος.

   Σουλφονυλουρίες
Οι σουλφονυλουρίες σε πολλές μελέτες παρατήρησης καθώς και ασθενών μαρτύρων παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με την μετφορμίνη. Η δυσμενής αυτή επίδραση εμποδίζεται σε μεγάλο βαθμό όταν συνδυάζεται με την μετφρομίνη.

   Β. Επίδραση της θεραπείας με ινσουλίνη.
Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης μορφών καρκίνου όπως του μαστού στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. (σε μη διαβητικά άτομα).

Τι γίνεται όμως με την εξωγενώς χορηγούμενη ινσουλίνη; (θεραπεία ΣΔ τύπου 2).
Η μελέτη THIN μελέτησε συνολικά 31421 ασθενείς σε μετφορμίνη. Από αυτούς οι 5035 ασθενείς ελάμβαναν μετφορμίνη μαζί με ινσουλίνη. Παράλληλα μελετήθηκαν 4829 ασθενείς σε ινσουλίνη (χωρίς μετφορμίνη).
Όσοι ξεκίνησαν ινσουλίνη παρακολουθήθηκαν από το 2000 μέχρι το 2008.
Η δόση της ινσουλίνης χωρίστηκε σε τεταρτημόρια. Όσοι ελάμβαναν μεγάλες δόσεις ινσουλίνης (4ο τεταρτημόριο) είχαν 4πλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με αυτούς που ελάμβαναν μικρές δόσεις (1ο τεταρτημόριο). Ο κίνδυνος αυτός ουσιαστικά εξομοιώνονταν όταν η ινσουλίνη συγχορηγούνταν με μετφορμίνη. 
Στο σύνολο των ατόμων που ελάμβαναν ινσουλίνη τα άτομα με >15 συνταγογραφήσεις ινσουλίνης ετησίως είχαν 5.73 περισσότερες φορές (3.20 περισσότερες φορές όταν ελάμβαναν και μετφορμίνη) κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου σε σχέση με τα άτομα που ελάμβαναν ινσουλίνη τα άτομα με <6 συνταγογραφήσεις ινσουλίνης ετησίως.

Τι γίνεται με τα ανάλογα ινσουλίνης;
Η τροποποίηση του μορίου της ανθρώπινης ινσουλίνης που χαρακτηρίζει τα ανάλογα ινσουλίνης γίνεται με σκοπό να μην επηρεάσει την σύνδεση του με τον υποδοχέα της ινσουλίνης και επομένως την δράση της αλλά να επηρεάσει τις ιδιότητες της όσον αφορά την φαρμακοκινητική και βιοδιαθεσιμότητα της μετά την υποδόρια χορήγησή της. Παρόλα αυτά η τροποποίηση του μορίου αλλάζει ενδεχομένως και την ικανότητα σύνδεσης της με τον υποδοχέα IGF-1R γεγονός που ενδεχομένως αυξάνει την μιτογόνο δράση του αναλόγου της ινσουλίνης.
Το ενδιαφέρον για την πιθανή συσχέτιση ξεκίνησε από τέσσερις μελέτες που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα (το 2009) και διερευνούσαν πιθανή σχέση μεταξύ των αναλόγων ινσουλίνης, ιδίως της ινσουλίνης glargine, και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου.
Τα αποτελέσματα των τεσσάρων μελετών δεν ήταν σε συμφωνία μεταξύ τους. Σε δύο μελέτες (Scottish Diabetes Research Network Epidemiology Group and Jonasson et al) βρέθηκε μια πιθανή σχέση με τον καρκίνο του μαστού σε μια ομάδα ασθενών που λαμβάνουν ινσουλίνη glargine ως μονοθεραπεία. Η σχέση αυτή δε διαπιστώθηκε σε μια άλλη ομάδα των ασθενών που χρησιμοποιούν ινσουλίνη glargine μαζί με άλλους τύπους ινσουλίνης. Για άλλες μορφές καρκίνου, δεν διαπιστώθηκε καμία πιθανή σύνδεση. Σε αυτές τις δύο μελέτες δεν αξιολογήθηκε η εξάρτηση από τη δόση. 
Η τρίτη μελέτη (γερμανική μελέτη : Hemkens et al) βρήκε μικρότερη συχνότητα καρκίνου στα άτομα που χρησιμοποιούσαν Lantus (HR 0.85) αλλά ανέφερε μια αυξημένη σχέση μεταξύ της ινσουλίνης glargine και της εμφάνισης κακοηθειών όταν γινόταν διόρθωση για την δόση. Υπάρχουν δυο σημαντικές ενστάσεις για την ορθότητα της διόρθωσης : 1η ένσταση . Το μοντέλο προσαρμογής απαιτεί διόρθωση για όλα τα άτομα πριν εμφανιστεί το συμβάν ενώ στο γερμανικό μοντέλο η προσαρμογή έγινε για όλο το διάστημα της παρακολούθησης που περιλαμβάνει και διάστημα μετά την εμφάνιση καρκίνου. 2η ένσταση . Δεν έπρεπε κανονικά να υπάρχει διαφορά στην δόση μεταξύ των δυο ινσουλινών (Lantus και ανθρώπινης) αν όλοι οι παράγοντες ήταν ίδιοι στις δυο ομάδες. Επομένως η διαφορά υποδεικνύει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις δυο ομάδες. Σε αυτή την περίπτωση η διόρθωση προσθέτει ακόμα μεγαλύτερη μεροληψία.
Τέλος, σε αυτή την μελέτη, δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το είδος του καρκίνου. 
Στην τέταρτη μελέτη (Currie et al), δε βρέθηκε να υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ του καρκίνου (είτε του μαστού, είτε του παχέος εντέρου, είτε του παγκρέατος είτε του προστάτη) με τη χρήση της ινσουλίνης glargine σε σχέση με την χρήση οποιαδήποτε άλλης ινσουλίνης. 
Οι μελέτες αυτές δεν έχουν διορθωθεί όσον αφορά γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες όπως τα επίπεδα γλυκόζης, το ΒΜΙ και τις ενδείξεις για την χορήγηση ινσουλίνης ενώ οι πιθανοί συγχυτικοί παράγοντες που δεν έχουν ελεγχθεί είναι πολλοί περισσότεροι όπως οι αντενδείξεις σε άλλες θεραπείες (πχ ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια), η αποτυχία άλλων φαρμάκων, η γενική κατάσταση υγείας του ασθενούς (βαρύτερη στην ινσουλινοθεραπεία) κ.ά
Στις μελέτες παρατήρησης αυτές οι όγκοι εμφανίστηκαν σε σύντομο διάστημα και η μόνη κλινική υπόθεση της όποιας συσχέτισης (υπό διερεύνηση ακόμα) είναι : Η ινσουλίνη δεν προκαλεί κυτταρική μετατροπή σε κακοήθη κύτταρα αλλά προάγει τον πολλαπλασιασμό και την ανάπτυξη ήδη υπαρχόντων υποκλινικών όγκων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

   1. Tsugane S, Inoue M. Insulin resistance and cancer: Epidemiological evidence. Cancer Sci. 2010 Feb 3. [Epub ahead of print].
   2. Cannata D, Fierz Y, Vijayakumar A, LeRoith D. Type 2 diabetes and cancer: what is the connection? Mt Sinai J Med. 2010 Mar;77(2):197-213.
   3. Hernández-Díaz S, Adami HO. Diabetes therapy and cancer risk: causal effects and other plausible explanations. Diabetologia. 2010 Feb 23. [Epub ahead of print].
   4. Grote VA, Becker S, Kaaks R. Diabetes mellitus type 2 - an independent risk factor for cancer? Exp Clin Endocrinol Diabetes. 2010 Jan;118 (1):4-8. Epub 2010 Feb 1.
   5. Vigneri R. Diabetes: diabetes therapy and cancer risk. Nat Rev Endocrinol. 2009 Dec;5(12):651-2. 
   6. Nawroth P. Diabetes, Obesity, Insulin Resistance: Different Pathways to Cancer? Exp Clin Endocrinol Diabetes 2009; 117(10): 561-562.
   7. Vigneri P, Frasca F, Sciacca L, Pandini G and Vigneri R. Diabetes and cancer. Endocrine-Related Cancer (2009) 16 1103–1123.
   8. Colhoun HM; SDRN Epidemiology Group. Use of insulin glargine and cancer incidence in Scotland: a study from the Scottish Diabetes Research Network Epidemiology Group. Diabetologia. 2009 Sep;52(9):1755-65.
   9. Hemkens LG, Grouven U, Bender R, Günster C, Gutschmidt S, Selke GW, Sawicki PT. Risk of malignancies in patients with diabetes treated with human insulin or insulin analogues: a cohort study. Diabetologia. 2009 Sep;52(9):1732-44. Epub 2009 Jun 30.
   10. Currie CJ, Poole CD, Gale EA. The influence of glucose-lowering therapies on cancer risk in type 2 diabetes. Diabetologia. 2009 Sep;52(9):1766-77. Epub 2009 Jul 2.
 

Ιωάννης Ιωαννίδης
Παθολόγος
Υπεύθυνος Διαβητολογικού Ιατρείου
Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο, Ν. Ιωνία