Β. Λαμπαδιάρη

Αναπλ. Καθηγήτρια Παθολογίας-Σακχαρώδη Διαβήτη

Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Διαβητολογικό Κέντρο

& Μονάδα Έρευνας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πανεπιστημιακό Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ»

 

Συχνότερη από όσο πιστεύεται, η αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία υποδιαγιγνώσκεται συχνά και υποθεραπεύεται, αυξάνοντας τον καρδιαγγεικό κίνδυνο σε άτομα με αυξημένα τριγλυκερίδια και HDL-C, έστω και ρυθμισμένα ως προς την LDL-C

Ο όρος «αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία» εκφράζει τη λιπιδική διαταραχή που συγκροτείται από την συνύπαρξη:

  • χαμηλών επιπέδων της αντι-αθηρογόνου HDL2 χοληστερόλης,
  • αυξημένων συγκεντρώσεων μικρών πυκνών σωματιδίων ΗDL3,
  • υψηλών επιπέδων αθηρογόνων VLDL λιποπρωτεϊνών και τριγλυκεριδίων, με φυσιολογικά ή μετρίως αυξημένα επίπεδα LDLχοληστερόλης και αυξημένα αθηρογόνα μικρά πυκνά LDLσωματίδια.

Για την αναγνώριση των «αυξημένων» και «μειωμένων» τιμών και τον ορισμό του μεταβολικού συνδρόμου χρησιμοποιούνται συνήθως τα όρια της Διεθνούς Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, που ορίζουν τιμές: HDLχοληστερόλης <40 mg/dLστους άνδρες και <50 mg/dL στις γυναίκες και τριγλυκερίδια ≥150 mg/dL.

Ινσουλινοαντοχή και υψηλά τριγλυκερίδια ευοδώνουν την ανάπτυξη της αθηρογόνου δυσλιπιδαιμίας

Παθοφυσιολογικά, η αθηρογόνος δυσιλιπιδαιμία σχετίζεται με την εγκατεστημένη ινσουλινοαντοχή και τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων. Από αυτές τις παραμέτρους:

Για την ινσουλινοαντοχή, πρέπει να σημειωθεί ότι οδηγεί σε ανεπαρκή αναστολή της υδρόλυσης των τριγλυκεριδίων στον λιπώδη ιστό και συνεπώς σε αυξημένη απελευθέρωση ελεύθερων λιπαρών οξέων στο ήπαρ, και αυξάνει την παραγωγή τριγλυκεριδίων και VLDL σωματιδίων.

Η πρωτεΐνη μεταφοράς των εστέρων της χοληστερόλης (CETP) προάγει την μεταφορά τριγλυκεριδίων από τις πλούσιες σε τριγλυκερίδια VLDL στις LDL, ενώ η

ηπατική λιπάση υπερλειτουργεί επί αναπτυγμένης ινσουλινοαντοχής και υδρολύει τόσο τις πλούσιες σε τριγλυκερίδια LDL λιποπρωτεΐνες σε μικρά, πυκνά, πτωχά σε χοληστερόλη, σωματίδια LDL όσο και τα τριγλυκερίδια που έχουν ενσωματωθεί σε σωματίδια HDL, δημιουργώντας μικρά, πυκνά HDL3 σωματίδια και ευνοώντας την αύξηση της απελευθέρωσης ελεύθερης ApoA-I.

1

Τριγλυκερίδια και αθηρογόνες υπολειπόμενες λιποπρωτεΐνες

 Τα υψηλά, εξ άλλου, επίπεδα τριγλυκεριδίων που απαντούν στην αθηρογόνο δυσλιπιδαιμία ενοχοποιούνται, πιθανότατα, για την αύξηση και των πλούσιων σε χοληστερόλη αθηρογόνων remnant (υπολειπόμενων) λιποπρωτεϊνών, η παρουσία των οποίων αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου.

Μεταανάλυση τριών μελετών του πληθυσμού της Κοπεγχάγης, με 73.513 συνολικά άτομα, έδειξε ότι, για κάθε 1mmol/lαύξηση των remnantλιποπρωτεϊνών, ο αιτιολογικός (casual) και ο παρατηρούμενος (observational) κίνδυνος για πρόκληση ισχαιμικής καρδιοπάθειας αυξάνεται κατά 182% και 37% αντίστοιχα. 

2

Η λιπόλυση των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών απελευθερώνει πλούσιες σε χοληστερόλη remnant λιποπρωτεΐνες με περιεκτικότητα σε χοληστερόλη 5-20% περισσότερες σε σχέση με εκείνες των τις LDL-λιποπρωτεϊνών. Αυτές δε, οι remnant λιποπρωτεΐνες, διαπερνούν το ενδοθήλιο και εισέρχονται στο αρτηριακό τοίχωμα όπου διεγείρουν τη δημιουργία αφρωδών κυττάρων και, τελικά, συμβάλλουν στον σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας.

 

Συχνή η αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία ακόμα και υπο στατινοθεραπεία

 Η μελέτη DYSIS 1 και 2 διερεύνησε τις εναπομένουσες (υπολειπόμενες) λιπιδικές διαταραχές σε συνολικά 22.063 ασθενείς από κέντρα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας της Ευρώπης και του Καναδά και βρήκε ότι εκτός τιμών – στόχος ήταν στους μισούς σχεδόν (48,2%) από αυτούς τα επίπεδα της LDLχοληστερόλης και σε περισσότερους από τους μισούς (54,4%) εκείνα της ολικής χοληστερόλης. Ταυτόχρονα, εντοπίσθηκαν χαμηλά επίπεδα HDLχοληστερόλης (<40/45 mg/dLγια άνδρες / γυναίκες) και υψηλά τριγλυκεριδίων (>150 mg/dL) στο 26,4% και 38,8% αντίστοιχα μεταξύ εκείνων που εφάρμοζαν αγωγή με στατίνες.

Το εντυπωσιακό είναι ότι, παρ’ ότι στο 49,3% των ασθενών που έπαιρναν στατίνη παρέμεναν διαταραχές είτε των τριγλυκεριδίων είτε της HDLχοληστερόλης, οι συντριπτικά περισσότεροι έμεναν χωρίς θεραπεία γι’ αυτές τις διαταραχές αφού τέτοια αγωγή εφάρμοζαν μόνο το 2,4% απ’ αυτούς.

Οι ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου είχαν συχνότερα (28,3%) χαμηλά επίπεδα HDLχοληστερόλης σε σύγκριση με άλλους χαμηλότερου καρδιαγγειακού κινδύνου (18,7%), ενώ τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων συνδυάζονταν συχνότερα τόσο με υψηλά επίπεδα LDLχοληστερόλης όσο και με χαμηλέ τιμές HDLχοληστερόλης.

Εμμένοντα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και χαμηλές τιμές HDLχοληστερόλης καταγράφονταν συχνά σε ασθενείς υπό αγωγή με στατίνη, ανεξάρτηρα από το εάν έπασχαν είτε από σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) είτε από μεταβολικό σύνδρομο.

Όλα αυτά, αποκαλύπτουν, φυσικά, ότι η αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία διατηρείται σε γενικές γραμμές υποδιαγνωσμένη και υποθεραπευομένη

Λιπιδικές διαταραχές και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Επιδημιολογικά δεδομένα και ευρήματα γονιδιακών μελετών αναφέρουν ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των υψηλών επιπέδων LDL χοληστερόλης και της αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου. Βάσει των διαθέσιμων αυτών δεδομένων, φαίνεται ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα LDL-χοληστερόλης εκτίθενται σε μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών επεισοδίων σε σύγκριση με εκείνα που διατηρούν χαμηλότερα επίπεδά της.

Καρδιαγγειακός κίνδυνος με τιμές LDL χοληστερόλης εντός στόχου

Τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων αυξάνουν, και μόνα αυτά, τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η μελέτη PROVEIT-TIMI 22, με 4.162 ασθενείς νοσηλευόμενους για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, αναζήτησε το όφελος από την εντατική αγωγή για τη μείωση της LDL-χοληστερόλης με atorvastatin 80 mgέναντι της standardαγωγής με pravastatin 40 mgκαι διερεύνησε την υπόθεση ότι μειωμένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και ταυτόχρονα χαμηλές τιμές LDLχοληστερόλης, μειώνουν περαιτέρω τα καρδιαγγειακά επεισόδια σε σύγκριση με τη μείωση που παρέχουν μόνα τα χαμηλά επίπεδα LDLχοληστερόλης.

Οι ασθενείς που πέτυχαν τον στόχο της τιμής 70 mg/dL της LDLχοληστερόλης, αλλά διατηρούσαν υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, της τάξης των >150 mg/dL, εμφάνισαν μικρότερη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου (-16%) σε σύγκριση με εκείνους που συνδύαζαν χαμηλή LDLχοληστερόλη και χαμηλά επίπεδα τριγλυκερίδίων (-28%).

Κάθε μείωση, μάλιστα, των τριγλυκεριδίων κατά 10 mg/dL συνδυαζόταν με 1,6% μείωση του κινδύνου για προσβολή από καρδιαγγειακό επεισόδιο (θάνατο, έμφραγμα μυοκαρδίου, υποτροπή οξέος στεφανιαίου συνδρόμου). Η μείωση δε αυτή ήταν ανεξάρτητη από την μείωση του κινδύνου που οφειλόταν στις μειώσεις της LDLχοληστερόλης και της non-HDLχοληστερόλης.

Αναδεικνύεται, συνεπώς, ότι η ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και της LDLχοληστερόλης αποτελεί, προφανώς, σημαντικό θεραπευτικό στόχο σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο.

Με βάση αυτά, προκύπτει πως τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων (>203,5 mg/dL) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο επέλευσης θανάτου και εισβολής σοβαρών καρδιαγγειακών επεισοδίων, ακόμα και αν έχει επιτευχθεί η τιμή στόχος της LDL χοληστερόλης (<70 mg/dL).

Πρόκειται για τον κίνδυνο που χαρακτηρίζεται ως «υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος» στους ασθενείς που θεραπεύονται με στατίνη.

 

Υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος – Η εκτίμησή του

Στην εκτίμηση του υπολειπόμενου καρδιαγγειακού κινδύνου στους ασθενείς που λαμβάνουν στατίνη, σημαντική είναι η συνεισφορά των τιμών τόσο των τριγλυκεριδίων όσο και της HDL-χοληστερόλης.

Mετα-ανάλυση της CTT μελέτης έδειξε ότι ασθενείς υπό αγωγή με στατίνη, που παραμένουν με επίπεδα HDLχοληστερόλης <35 mg/dL, εμφάνιζαν υψηλότερη συχνότητα σοβαρών καρδιαγγειακών επεισοδίων (22,7%) έναντι εκείνων με επίπεδα HDLχοληστερόλης >43 mg/dL (14,2%). Συνέβαινε δε αυτό, τόσο στον γενικό πληθυσμό (n=90.056), όσο και στους 18.686 ασθενείς με ΣΔ 2 (26,3% και 14,4% αντίστοιχα) της μελέτης. 

3

Προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση της ταυτόχρονης παρουσίας υψηλών επιπέδων τριγλυκεριδίων και χαμηλής τιμής HDLχοληστερόλης στη διαμόρφωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με εντός στόχου τιμές LDLχοληστερόλης, συγκρίθηκαν, σε αναδρομική ανάλυση, 170 περιπτώσεις ασθενών με 175 περιπτώσεις μαρτύρων από τα δεδομένα των μητρώων των αμερικανικών νοσοκομείων. Η σύγκριση έγινε με αναφορά στους ασθενείς με τα ευνοϊκότερα αποτελέσματα, δηλαδή το χαμηλότερο πεμπτημόριο τριγλυκεριδίων και το υψηλότερο πεμπτημόριο HDLχοληστερόλης. Αποκαλύφθηκαν επιβλαβείς επιδράσεις της ταυτόχρονης παρουσίας υπερτριγλυκεριδαιμίας και χαμηλής HDLχοληστερόλης. Οι δύο αυτές διαταραχές συνεισφέρουν ανεξάρτητα στη δημιουργία του υπολειπόμενου καρδιαγγειακού κινδύνου.

Για παράδειγμα οι ασθενείς με επίπεδα τριγλυκεριδίων μεταξύ 133-190 mg/dLκαι HDLχοληστερόλης μεταξύ 30-36 mg/dLεμφάνιζαν τέσσερεις φορές μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο (OR= 4.1) ενώ εκείνοι με επίπεδα τριγλυκεριδίων >190 mg/dLκαι HDLχοληστερόλης ≤30 mg/dLεπιβαρύνονταν με δέκα φορές μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο (OR= 10.3).

Συνεπώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων σχετίζονται με υψηλότερη καρδιαγγειακή θνησιμότητα και σοβαρή νοσηρότητα, η οποία δραματοποιείται από την συνύπαρξη και χαμηλών επιπέδων HDL χοληστερόλης.

Νon-HDLχοληστερόλη = Σύνολο των αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών – ολική HDL χοληστερόλη

Η non-HDLχοληστερόλη εκφράζει το σύνολο των αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών και, ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι εκτιμά ασφαλέστερα τον βαθμό του καρδιαγγειακού κινδύνου σε σύγκριση με την LDLχοληστερόλη στους αρρώστους με υπερτριγλυκεριδαιμία ή ΣΔ, με μεταβολικό σύνδρομο και με χρόνια νεφρική νόσο.

Η non-HDLχοληστερόλη τίθεται στις guidelinesτης EAS/ESCως δευτερεύων στόχος της αντιδυσλιπιδαιμικής αγωγής. Τονίζεται, μάλιστα, σ’ αυτές ότι ως τιμή-στόχος της non-HDL χοληστερόλης πρέπει να τοποθετούνται, πρακτικά, επίπεδα της υψηλότερα κατά 30 mg/dl εκείνων των τιμών-στόχος της LDL χοληστερόλης.

Οι παραδοχές αυτές στην ισχυρή σύσταση για τη θεώρηση της non-HDL χοληστερόλης ως δείκτη παρουσίας υπολειπόμενου καρδιαγγειακού κινδύνου και ως στόχου της θεραπείας των ασθενών με αθηρογόνο δυσλιπιδαιμία.

Παρ’ ότι, εν τω μεταξύ, έχει αποδειχτεί ότι τα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης Β συνιστούν την ακριβέστερη και πλέον σταθερή μέθοδο υπολογισμού του καρδιαγγειακού κινδύνου, η δυσκολία της εκτίμησής της εμποδίζει την αξιοποίησή της στην καθημερινή κλινική πράξη.

Έτσι, ως κύριες μέθοδοι εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου παραμένουν, στην κλινική καθημερινή πράξη οι μετρήσεις της non-HDL χοληστερόλης και των μεταγευματικών επιπέδων τριγλυκεριδίων (ως δείκτης των remnantπλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών).

Η τιμή της non-HDL χοληστερόλης προκύπτει με αφαίρεση της τιμής της HDLχοληστερόλης από εκείνην της ολικής χοληστερόλης. Αποτελεί, συνεπώς, ανέξοδο και εξαιρετικά σταθερό τρόπο υπολογισμού του καρδιαγγειακού κινδύνου και καλή προσέγγιση των επιπέδων απολιποπρωτεΐνης Β.

Αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία – Θεραπεία

Η θεραπεία της αθηρογόνου δυσλιπιδαιμίας πρέπει να τηρεί τις guidelinesτων EAS/ESC και να επικεντρώνεται σε ασθενείς με υψηλό ή πολύ υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο (υψηλή nonHDLχοληστερόλη και τριγλυκερίδια, χαμηλή HDLχοληστερόλη), καθώς και σε όσους έχουν υψηλούς δείκτες μεταβολικού συνδρόμου.

Στο αίμα κυκλοφορούν 4 κατηγορίες λιποπρωτεϊνών:

α) οι VLDL, που απελευθερώνονται από το ήπαρ στην κυκλοφορία

β) οι IDLκαι LDLπου αποτελούν προϊόντα λιπόλυσης, προερχόμενα από τις VLDLτης κυκλοφορίας μετά από την απομάκρυνση τριγλυκεριδίων, συρρικνώνονται σε IDLκαι περαιτέρω σε LDL λιποπρωτεΐνες

γ) η Lp(a) που προέρχεται από τις LDLμε προσθήκη της αποπρωτεΐνης α και είναι εξαιρετικά αθηρογόνος, και

δ) οι HDL, που είναι οι μικρότερες λιπορπωτεΐνες, μεταφέρουν χοληστερόλη από τους ιστούς στο ήπαρ και τους νεφρούς – και για τον λόγο αυτό ονομάζεται και «καλή» χοληστερόλη.

Οι λιποπρωτεΐνες VLDL, IDLκαι LDLπεριέχουν apoB, και όλες μαζί αποτελούν την non-HDLχοληστερόλη.

4

 

Τριγλυκερίδια και αθηροσκλήρωση

Οι εμπλουτισμένες με τριγλυκερίδια HDLδυσλειτουργούν – οπότε ευνοείται η αύξηση της προσφερόμενης χοληστερόλης στα μακροφάγα κύτταρα του αρτηριακού τοιχώματος, ενώ οι μικρές πυκνές LDL οξειδώνονται και προάγουν τη δημιουργία προϊόντων φλεγμονής – οπότε ενισχύεται, και με τον τρόπο αυτόν, η πρόσληψη χοληστερόλης από τα μακροφάγα του αρτηριακού τοιχώματος και επιταχύνεται η μετατροπή τους σε αφρώδη κύτταρα.

5

 

HDL χοληστερόλη και προστασία έναντι της αθηρογένεσης

 Η HDLχοληστερόλη εκδηλώνει την αντιαθηρογενετική της επίδραση κινητοποιώντας 4 μηχανισμούς-ιδιότητές της:

• διαμεσολαβεί στην απομάκρυνση χοληστερόλης από τα μακροφάγα

• προφυλάσσει τα LDLσωματίδια από την οξείδωση και προλαμβάνει την συσσώρευση εστέρων χοληστερόλης και την δημιουργία αφρωδών κυττάρων

• αναπτύσσει αντιφλεγμονώδεις δράσεις

• μειώνει την προσκόλληση μονοκυττάρων της κυκλοφορίας στο αρτηριακό τοίχωμα και μπλοκάρει επιλεκτικά τα μόρια της προσκόλλησης ενδοθηλιακών κυττάρων που προάγουν την συγκόλληση φλεγμονωδών κυττάρων και την δημιουργία αθηρωματικής πλάκας. 

6

 

Post-hocανάλυση της μελέτης TNT έδειξε ότι μεταξύ των ασθενών με επίπεδα LDLχοληστερόλης <70 mg/dL, εκείνοι με τιμές HDLχοληστερόλης <37 mg/dL ανέπτυσσαν, σε σύγκριση με άλλους, με τιμές >54 mg/dL, υψηλότερο σχετικό κίνδυνο (RR=0,61) εισβολής μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων (θάνατο από στεφανιαίο επεισόδιο, μη θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου, θανατηφόρο ή μη θανατηφόρο ΑΕΕ).

Τριγλυκερίδια, HDL χοληστερόλη και ΣΔ 2

 Η ανάλυση των υπο-ομάδων της μελέτης ACCORDLipidμε ασθενείς με ΣΔ 2, με simvastatin, μείωναν τη διάμεση τιμή της LDLχοληστερόλης τους στα 81 mg/dL, έδειξε σημαντικά αυξημένα κατά 70% τα σοβαρά αγγειακά επεισόδια στους 456 αρρώστους με επίπεδα τριγλυκεριδίων >204 mg/dL και HDL-χοληστερόλης <34 mg/dL σε σύγκριση με τους υπόλοιπους 2.284.

 Μεγάλο ποσοστό ενηλίκων με υψηλό κίνδυνο δεν βρίσκονται εντός λιπιδαιμικού στόχου

Υπολογίζεται ότι 40% των ενηλίκων στις ΗΠΑ έχουν τιμές τριγλυκερίδιων και HDLχοληστερόλης εκτός στόχου και ότι αυτό το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου εξ αιτίας ΣΔ 2 ή μεταβολικού συνδρόμου.

Η NHANESεντόπισε εκτός τιμών στόχου HDL(>38,6 mg/dL στους άνδρες και >50 mg/dL στις γυναίκες) και τριγλυκεριδίων (<150,4 mg/dL) 55% των ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα, 62% των διαβητικών και 87% των ασθενών με μεταβολικό σύνδρομο.

Προσοχή στις μικροαγγειακές επιπλοκές

Παρ’ ότι, εν τω μεταξύ, η αντιμετώπιση των ασθενών με ΣΔ 2 επικεντρώθηκε έως τώρα κυρίως στην πρόληψη των μακροαγγειακών επιπλοκών, και ειδικότερα των καρδιαγγειακών αθηροκληρωτικών νοσημάτων, πρόσφατα δεδομένα υπογραμμίζουν την σημασία των μικροαγγειακών επιπλοκών του διαβήτη και ειδικότερα της αμφιβληστροειδοπάθειας, της νεφροπάθειας και της νευροπάθειας, οι οποίες ευθύνονται για την πρόκληση 50%, περίπου, των αναπηριών που προέρχονται από τον ΣΔ και για έκπτωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων ενώ επιβαρύνουν και με τεράστιο κόστος το σύστημα υγείας.

 Χαμηλή HDL χοληστερόλη, υψηλά τριγλυκερίδια και μικροαγγειακές επιπλοκές

Ο κίνδυνος ανάπτυξης μικροαγγειακών επιπλοκών ενισχύεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πολυκεντρικής (13 χώρες) μελέτης REALIST, η οποία συνέκρινε 2.535 ασθενείς με ΣΔ 2, οι οποίοι είχαν αναπτύξει διαβητική νεφρική νόσο ή διαβητική αμφιβήστροειδοπάθεια ή και τα δύο, με 3.683 μάρτυρες με ΣΔ 2 χωρίς μικροαγγειακές επιπλοκές και βρήκε ότι η υπερτριγλυκεριδαιμία και τα χαμηλά επίπεδα HDLχοληστερόλης σχετίζονται στατιστικά σημαντικά, και μάλιστα, ως ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου με τις διαβητικές μικροαγγειακές επιπλοκές. Η συσχέτιση ήταν ισχυρή για την νεφροπάθεια και λιγότερο ισχυρή για την αμφιβληστροειδοπάθεια

Υπολιπιδαιμική δράση των φαρμάκων στην μικτή δυσλιπιδαιμία

Από τους χρησιμοποιούμενους φαρμακευτικούς παράγοντες για την αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας πρέπει να σημειωθεί ότι:

  • τη μεγαλύτερη μείωση τριγλυκεριδίων επιτυγχάνουν τα ω-3 λιπαρά οξέα (-19 έως -44%) και ακολουθούν οι φιμπράτες (-24% έως -36%) και οι στατίνες (-10% έως -37%).
  • τη μεγαλύτερη αύξηση HDLχοληστερόλης επιτυγχάνουν οι φιμπράτες (+10 έως +16%) και ακολουθούν οι στατίνες (+5% έως +16%).
  • τη μεγαλύτερη μείωση LDLχοληστερόλης επιτυγχάνουν οι PCSK9 (-64 έως -72%) και ακολουθούν οι στατίνες (-26% έως -63%) και οι φιμπράτες (-5% έως -31%).
  • τη μεγαλύτερη μείωση non-HDLχοληστερόλης επιτυγχάνουν οι PCSK9 (-52 έως -62%) και ακολουθούν οι στατίνες (-44% έως -60%) και η εζετιμίμπη (-14% έως -20%).

7

Τα υπολιπιδαιμικά φάρμακα φαίνεται να είναι εξ ίσου αποτελεσματικά σε διαβητικούς και μη διαβητικούς ασθενείς, τόσο στην πρωτογενή όσο και στην δευτερογενή πρόληψη του καρδιαγγειακού κινδύνου ανάπτυξης μειζόνων στεφανιαίων συμβαμάτων, επιτυγχάνοντας μείωση, η οποία κυμαίνεται από -21% στους διαβητικούς (p<0,0001) και -23% στους μη διαβητικούς ασθενείς (p= 0,0003).

Συμπερασματικά, ο έλεγχος της δυσλιπιδαιμίας είναι εξίσου σημαντικός αν όχι σημαντικότερος, με τον έλεγχο των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου σε περιβάλλον μεταβολικού συνδρόμου, παχυσαρκίας, δυσγλυκαιμίας και κλινικής ή υποκλινικής αθηρωμάτωσης. Η εντατική υγειινοδιαιτητική και φαρμακευτική παρέμβαση θα πρέπει να ξεκινά έγκαιρα και να ακολουθεί τισ διεθνείς οδηγίες σε όλη την πορεία της νόσου.

Βιβλιογραφία

American Diabetes Association. Cardiovascular Disease and Risk Management: Standards of Medical Care in Diabetes-2018.Diabetes Care. 2018 Jan;41(Suppl 1):S86-S104.

2016 European Guidelines on cardiovascular disease prevention in clinical practice: The Sixth Joint Task Force of the European Society of Cardiology and Other Societies on Cardiovascular Disease Prevention in Clinical Practice. Eur Heart J. 2016 Aug 1;37(29):2315-81.

Reiner Ž.Hypertriglyceridaemia and risk of coronary artery disease.

Nat Rev Cardiol. 2017 Jul;14(7):401-411. 

Watts GF, Karpe F. Triglycerides and atherogenic dyslipidaemia: extending treatment beyond statins in the high-risk cardiovascular patient.

Heart. 2011 Mar;97(5):350-6