Τα κριτήρια της International Association of Diabetes in Pregnancy Study Groups (IADPSG) για τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης (GDM) προσδιορίζουν τις γυναίκες και τα βρέφη σε κίνδυνο για δυσμενή αποτελέσματα, τα οποία επίσης συνδέονται στενά με το μητρικό υπερβολικό βάρος, την παχυσαρκία και την υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους κατά την κύηση.

Πραγματοποιήσαμε μια αναδρομική μελέτη σε 9.835 γυναίκες που γέννησαν σε ηλικία κύησης ≥ 20 εβδομάδες, είχαν υποβληθεί προγεννητικά σε test ανοχής με 75gr γλυκόζης από του στόματος και δεν είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με δίαιτα, άσκηση, ή αντιδιαβητικά φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες διαγνώσθηκαν ότι πάσχουν από διαβήτη κύησης με βάση τα κριτήρια της IADPSG και ταξινομήθηκαν σε έξι διακριτές κατηγορίες με βάση το δείκτη μάζας σώματος και την ύπαρξη ή όχι διαβήτη κύησης: φυσιολογικό βάρος±GDM, υπέρβαρες±GDM και παχύσαρκες±GDM.

Συνολικά, 5.851 (59.5%) γυναίκες ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες και 1.892 (19.2%) είχαν GDM. Από αυτές με GDM, οι 1.443 (76.3%) ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες. Η συχνότητα των μεγάλων για την ηλικία κύησης (LGA) νεογνών ήταν σημαντικά υψηλότερη για τις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες χωρίς GDM σε σύγκριση με τις ομολόγους τους με φυσιολογικό βάρος. Μεταξύ των γυναικών χωρίς GDM, το 21.6% των LGA βρεφών αποδιδόταν στο μητρικό υπερβάλλον βάρος και την παχυσαρκία, ενώ ο συνδυασμός του να είναι κάποια υπέρβαρη ή παχύσαρκη και με GDM αντιπροσώπευε το 23.3% των LGA βρεφών. Η αύξηση του βάρους στην κύηση συσχετίστηκε με υψηλότερη επικράτηση των LGA σε όλες τις ομάδες.

Συμπερασματικά το υπερβάλλον βάρος και η παχυσαρκία πριν από την κύηση ευθύνονται για ένα μεγάλο ποσοστό νεογνών με LGA, ακόμη και σε απουσία GDM. Οι παρεμβάσεις που εστιάζουν στο μητρικό υπερβολικό βάρος/παχυσαρκία και την αύξηση του βάρους κατά την κύηση ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη GDM, έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν πολύ περισσότερες γυναίκες να αποφύγουν τη γέννηση ενός μεγάλου για την ηλικία κύησης βρέφους.

 
Πηγή: Diabetes Care