Η Ludwigshafen Risk and Cardiovascular Health (LURIC) study είναι μια μελέτη κοορτής ασθενών που παραπέμφθηκαν για στεφανιογραφία μεταξύ 1997 και 2000, από τους οποίους διερευνήθηκαν 1.801 άτομα με μεταβολικό σύνδρομο. Η θνησιμότητα καταγράφηκε για ένα μέσο χρονικό διάστημα 7.7 ετών. Χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική ανάλυση επιβίωσης για την εκτίμηση της συσχέτισης μεταξύ της 25(ΟΗ)D και της θνησιμότητας.
Οι περισσότεροι ασθενείς (92%) είχαν ελαττωμένα επίπεδα 25(ΟΗ)D (<75nmol/l), με το 22.2% να έχει σοβαρή έλλειψη (<25 nmol/L). Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης καταγράφηκαν 462 θάνατοι, από τους οποίους οι 267 (57.8%) ήταν καρδιαγγειακής αιτιολογίας. Μετά την πλήρη στατιστική προσαρμογή συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου, τα άτομα με βέλτιστα επίπεδα 25(ΟΗ)D στον ορό έδειξαν μια σημαντική μείωση στη θνησιμότητα από όλα τα αίτια (hazard ratio [HR]: 0.25 [95% CI:0.13 – 0.46]) όπως και μειωμένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα (0.33 [0.16 – 0.66]) σε σύγκριση με τα άτομα με σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D. Ειδικά για την καρδιαγγειακής αιτιολογίας θνησιμότητα, υπήρχε μια έντονη μείωση για αιφνίδιο θάνατο (0.15 [0.04 – 0.63]) και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (0.24 [0.06 – 1.04]), αλλά όχι για έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η μείωση της θνησιμότητας ήταν δοσοεξαρτώμενη για κάθε μία από αυτές τις αιτίες.
Συμπερασματικά τα βέλτιστα επίπεδα 25 (ΟΗ) D στον ορό σχετίζονται ουσιαστικά με μειωμένα ποσοστά θνησιμότητας από κάθε αιτία και από καρδιαγγειακά συμβάματα σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο. Οι παρατηρήσεις αυτές απαιτούν παρεμβατικές μελέτες που θα ελέγξουν κατά πόσο η βιταμίνη D αποτελεί ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στη μείωση της θνησιμότητας στα άτομα αυτά.