Δώδεκα παιδιά και έφηβοι (ηλικίας 9-16 ετών) με νοσογόνο παχυσαρκία (ΔΜΣ ≥1.2 φορές από την 95η εκατοστιαία ή ΔΜΣ ≥ 35 kg/m2) συμμετείχαν σε μια μελέτη διάρκειας 6 μηνών, τυχαιοποιημένη, διασταυρούμενη, ανοικτή, κλινική δοκιμή που αποτελούνταν από δύο φάσεις διάρκειας 3 μηνών: (i) μια φάση ελέγχου υγειονοδιαιτητικής παρέμβασης και (ii) μια φάση υγειονοδιαιτητικής παρέμβασης με επιπλέον χορήγηση εξενατίδης.
Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν για την έναρξη σε μια από τις δύο φάσεις της μελέτης. Ο ΔΜΣ, το ποσοστό του σωματικού λίπους, η αρτηριακή πίεση, οι συγκεντρώσεις των λιπιδίων, η δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT), οι αδιποκίνες, οι βιοδείκτες της ενδοθηλιακής ενεργοποίησης και η λειτουργία του ενδοθηλίου αξιολογήθηκαν κατά την έναρξη και στους 3 και 6 μήνες. Η μέση μεταβολή κάθε τριμηνιαίας φάσης συγκρίθηκε μεταξύ των δύο θεραπειών.
Σε σύγκριση με την υγειονοδιαιτητική αγωγή αποκλειστικά, η εξενατίδη μείωσε σημαντικά το ΔΜΣ (-1.7 kg/m2, 95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI) (-3.0, -0.4), P=0.01), το σωματικό βάρος (-3.9 kg, 95% CI (-7.11 – 0.69), P=0.02), και την ινσουλίνη νηστείας (-7.5 mU / l, 95% CI (-13.71 -1.37), P=0.02). Σημαντικές βελτιώσεις παρατηρήθηκαν στην ινσουλινική ευαισθησία (P=0.02) και τη λειτουργία των β-κυττάρων (P=0.03). Η συμμόρφωση με την ένεση ήταν εξαιρετική (≥94%) και η εξενατίδη ήταν γενικά καλά ανεκτή (η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια ήταν ήπια ναυτία σε ποσοστό 36%).
Αυτά τα προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι η εξενατίδη μπορεί να αξιολογηθεί σε μεγαλύτερες, καλά ελεγχόμενες μελέτες για την δράση της στην ελάττωση του ΔΜΣ και τη βελτίωση των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου σε νέους με σοβαρού βαθμού παχυσαρκία.