Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) είναι ένα σύμπλεγμα χαρακτηριστικών που όταν συνδέονται μεταξύ τους συλλογικά προκαλούν γεωμετρικά πολλαπλασιασμένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων (CVD) και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με ένα μόνο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Η κοιλιακή παχυσαρκία διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο μεταξύ όλων των μεταβολικών χαρακτηριστικών του ΜΣ.
Κατά συνέπεια, η επικράτηση του ΜΣ έχει αυξηθεί σταθερά παράλληλα με την αυξανόμενη επιδημία της παχυσαρκίας. Φαρμακοθεραπεία είναι διαθέσιμη για την παχυσαρκία για περισσότερο από μία δεκαετία, αλλά με μικρή επιτυχία στην βελτίωση του μεταβολικού προφίλ.
Οι αναστολείς της παγκρεατικής λιπάσης και τα σεροτονινεργικά δρώντα ήταν από τα λίγα φάρμακα που είχαν αρχικά εγκριθεί για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Προς το παρόν, μόνο η ορλιστάτη (αναστολέας της παγκρεατικής λιπάσης) είναι εγκεκριμένη για μακροχρόνια θεραπεία της παχυσαρκίας. Νέες κατηγορίες αντι-διαβητικών φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των αγωνιστών του glucagon-like peptide 1 receptor (GLP-1R) και των αναστολέων της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης IV (DPP-IV), επί του παρόντος αξιολογούνται για τις επιδράσεις τους στην παχυσαρκία και τις μεταβολικές επιπλοκές. Οι γενετικές μελέτες της παχυσαρκίας και του μεταβολικού συνδρόμου έχουν εντοπίσει νέα μόρια που δρουν στο νευροφυσιολογικό μηχανισμό της πείνας και του κορεσμού μέσω πεπτιδίων του πεπτικού και που είναι ενεργές στη σηματοδότηση του άξονα υποθαλάμου-εντέρου ή το σύστημα μελανοκορτίνης του εγκεφάλου και υπόσχονται στόχους για την μελλοντική ανάπτυξη φαρμάκων.
Ο στόχος είναι να αναπτυχθούν φάρμακα που αντιμετωπίζουν όχι μόνο την παχυσαρκία, αλλά να έχουν και ευνοϊκές επιπτώσεις στις συνοδές μεταβολικές διαταραχές.
Πηγή: EurJPharmacol. 2015 May 19.