Συγγραφέας: Γεώργιος Ιωαννίδης, Νικόλαος Θαλασσινός
 
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης και ειδικά ο τύπου 2 (ΣΔ 2) που αφορά στο 90% όλων των διαβητικών ατόμων, αποτελεί ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα υγείας, με συνεχώς αυξανόμενο επιπολασμό.
Μεταξύ των αιτίων που ενοχοποιούνται για τις επιδημιολογικές διαστάσεις που παρουσιάζει παγκοσμίως ο ΣΔ 2, τη πιο σημαντική θέση έχει η παχυσαρκία. Η παχυσαρκία ορίζεται από τη Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) που είναι ο λόγος του βάρους σε κιλά δια του ύψους σε μέτρα στο τετράγωνο (πίνακας 1).

Πίνακας 1
ΔΜΣ Ταξινόμηση κατά ΠΟΥ Περιγραφή
<18,5 λιποβαρής Αδύνατος
18,5-24,9   Υγιής, φυσιολογικός
25-29,9 υπέρβαρος Υπέρβαρος
30-34,9 παχύσαρκος βαθμού 1 Παχύσαρκος
35-39,9 παχύσαρκος βαθμού 2 Παχύσαρκος
>40 παχύσαρκος βαθμού 3 Παθολογικά παχύσαρκος
Η επίπτωση της παχυσαρκίας αυξάνει παγκοσμίως με ταχύ ρυθμό, με κύριους υπεύθυνους την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών (μεγάλη αύξηση της πρόσληψης λιπών και ευαπορροφήτων υδατανθράκων σε συνδυασμό με τη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Από τα άτομα με ΣΔ 2 περίπου το 90% χαρακτηρίζονται ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε παλαιότερη δε αναφορά της εθνικής επιτροπής του διαβήτη των ΗΠΑ ο κίνδυνος εμφάνισης του ΣΔ 2 είναι διπλάσιος στα υπέρβαρα άτομα, πενταπλάσιος στα παχύσαρκα και δεκαπλάσιος στα παθολογικά παχύσαρκα άτομα σε σχέση με φυσιολογικού βάρους άτομα αντιστοίχου ηλικίας.
Νεώτερες μεγάλες, μακροχρόνιες πολυκεντρικές μελέτες τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες επιβεβαίωσαν τη σύνδεση αυτή μεταξύ παχυσαρκίας και ΣΔ 2 και έδειξαν ότι ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης ΣΔ 2 μεγαλώνει παράλληλα με τη αύξηση του ΔΜΣ. Έτσι ο σχετικός κίνδυνος για την εμφάνιση ΣΔ 2 από 1 που είναι για ΔΜΣ < 22, περίπου 3πλασιάζεται για ΔΜΣ 22 - 23 και αυξάνει κατακόρυφα > 50 για ΔΜΣ ³ 35 και φθάνει να είναι 50 φορές μεγαλύτερος.
Εκτός όμως από την απόλυτη τιμή του ΔΜΣ υπάρχουν τρεις παράγοντες σχετικοί με το βάρος που συμβάλουν στην εκδήλωση του ΣΔ 2, : η αύξηση του σωματικού βάρους στο χρόνο, η διάρκεια της παχυσαρκίας και η κατανομή του λίπους στο σώμα.
α) Η αύξηση του βάρους Άνδρες που στα χρόνια της μελέτης αυξήθηκε το βάρος τους κατά 13 κιλά παρουσίαζαν τετραπλάσιο σχετικό κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ 2, (μετά από διόρθωση ως προς το αρχικό ΔΜΣ, οικογενειακό ιστορικό, κάπνισμα, ηλικία,) σε σχέση με άνδρες που το βάρος τους αυξήθηκε κατά 4.5 κιλά. Επίσης γυναίκες που κατά την διάρκεια της μελέτης αύξησαν το βάρος τους κατά 5 - 7.5 και κατά 8 - 10.9 κιλά σε σύγκριση με αυτές που δεν αύξησαν το βάρος παρουσίαζαν σχετικό κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ 2 μεγαλύτερο κατά 1.9 και 2.7 φορές αντίστοιχα.
β) η διάρκεια της παχυσαρκίας : Άτομα με ΔΜΣ >30 για διάστημα >10 χρόνια είχαν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ 2 συγκρινόμενα με αντίστοιχα άτομα με ΔΜΣ >30 για διάστημα < 5 ετών.
γ) η κατανομή του λίπους Παχύσαρκα άτομα με συσσώρευση λίπους κυρίως στον κορμό, (κεντρική ή ανδρικού τύπου παχυσαρκία ) παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν ΣΔ 2 από τα παχύσαρκα άτομα με συσσώρευση του λίπους κυρίως στους γλουτούς και στους μηρούς ( περιφερική ή γυναικείου τύπου παχυσαρκία ).
 
Πλήθος μελετών έχουν δείξει ότι η κεντρική παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ 2. μετά από διόρθωση ως προς ΔΜΣ, ηλικία, κάπνισμα.
Αξιόπιστος δείκτης για την εκτίμηση της κεντρικής παχυσαρκίας είναι ο λόγος της περιμέτρου μέσης προς τη περίμετρο ισχίων με φυσιολογικές τιμές < 1 για τους άνδρες και < 0.85 για τις γυναίκες, ενώ τελευταία χρησιμοποιείται και η περίμετρος μέσης.



Προσδιορισμός περιμέτρου μέσης
 
με φυσιολογικές τιμές < 102 cm για άνδρες και <88 για γυναίκες. Οι δείκτες αυτοί έχουν πολύ καλή συσχέτιση με πιο ακριβείς αλλά και πιο δαπανηρές μεθόδους μέτρησης της κεντρικής παχυσαρκίας όπως η αξονική ή η μαγνητική τομογραφία.
Η παρουσία παχυσαρκίας και ιδίως κεντρικού τύπου όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ 2 αλλά συμβάλει στην επίταση των μεταβολικών διαταραχών που συνοδεύουν τον ΣΔ 2 όπως υπερινσουλιναιμία, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη των καταστάσεων αυτών να οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο.
Άτομα με ΣΔ 2 που το βάρος τους είναι πάνω από 20 - 30% του ιδανικού έχουν τριπλάσιο κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο σε σχέση με άτομα με ΣΔ 2 και φυσιολογικό βάρος, ενώ ο κίνδυνος εξαπλασιάζεται όταν το βάρος αυξηθεί πάνω από 40% του ιδανικού.

ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΗΤΗ
Αν και είναι τεκμηριωμένη η συμβολή του σωματικού βάρους στην εμφάνιση του ΣΔ 2 η παθολοφυσιολογική συσχέτιση των δύο αυτών νοσημάτων δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί. Η αντίσταση στην ινσουλίνη που χαρακτηρίζει και τις δύο καταστάσεις ίσως να αποτελεί το κυριότερο συνδετικό κρίκο μεταξύ παχυσαρκίας και διαβήτη. Ο όρος αντίσταση στην ινσουλίνη δείχνει μια κατάσταση στην οποία φυσιολογικές συγκεντρώσεις της ορμόνης παρουσιάζουν μείωση της αναμενόμενης βιολογικής απάντησης.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη και η εξ' αυτής συνεπαγόμενη υπερινσουλιναιμία, αποτελούν τη μεταβολική διαταραχή που προηγείται της εμφάνισης του ΣΔ 2, ενώ σε μη διαβητικά άτομα συσχετίζονται με αύξηση του ΔΜΣ καθώς και με τη κεντρική παχυσαρκία.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος τόσο για την αποτροπή ή επιβράδυνση εμφάνισης του ΣΔ 2, όσο και για την καλή ρύθμιση και κυρίως μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου όταν διαπιστωθεί ΣΔ 2.
Μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης που τέθηκαν σε δίαιτα απώλειας βάρους σε συνδυασμό με αυξημένη φυσική δραστηριότητα χάνοντας 6 κιλά στο πρώτο χρόνο και διατηρώντας μια απώλεια 2-3 κιλά την επομένη πενταετία εμφάνισαν ΣΔ 2 σε ποσοστό 11% έναντι 29% αντιστοίχου ομάδας ελέγχου που στη πενταετία δεν παρουσίασε ουσιαστική απώλεια βάρους.
Επίσης σε γυναίκες που έχασαν περισσότερα από 5 κιλά σε διάστημα > 10 ετών ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη μειώθηκε μέχρι και 50%.
Υπάρχουν επίσης πολλές μελέτες που έχουν δείξει ότι απώλεια βάρους βελτιώνει τα επίπεδα σακχάρου στα άτομα με ΣΔ 2, και συχνά μικρή απώλεια βάρους γύρω στα 5 κιλά επιτυγχάνει πολύ καλύτερη ρύθμιση που μπορεί να φθάσει μέχρι και διακοπή των αντιδιαβητικών δισκίων. Όσο δε πιο μεγάλη απώλεια βάρους υπάρχει τόσο πιο αποτελεσματική ρύθμιση του ΣΔ 2 επιτυγχάνεται. Απώλεια 10% του σωματικού βάρους βελτιώνει τη γλυκαιμική ρύθμιση επιτυγχάνοντας μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης που αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της σακχαραιμίας. Επιπλέον αύτη η μείωση του βάρους έχει θετική επίδραση στην ευαισθησία των περιφερικών ιστών στην ινσουλίνη, στη δυσλιπιδαιμία και στην υπέρταση. Όπως δε έχει διαπιστωθεί σε πολλές μελέτες η μείωση του βάρους, σε παχύσαρκους διαβητικούς τύπου 2, σχετίζεται με τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Δεδομένα από αναδρομικές μελέτες δείχνουν ότι παχύσαρκοι διαβητικοί που πέτυχαν μέτρια μείωση του βάρος τους στη πενταετία παρουσίασαν μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα κατά 8% έναντι αντιστοίχου ρύθμισης παχυσάρκων διαβητικών που δεν έχασαν βάρος.
Ένδειξη για χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για τη μείωση του βάρους σε παχύσαρκα άτομα με ΣΔ 2 υπάρχει όταν με τις διαιτητικές οδηγίες και την αυξημένη σωματική δραστηριότητα για διάστημα 3-6 μηνών δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της απώλειας 5 - 10% του σωματικού βάρους. Έχει δειχθεί ότι η φαρμακευτική αγωγή για απώλεια βάρους προσφέρει σημαντική βοήθεια στην προσπάθεια του ασθενούς να αδυνατίσει. Συνιστάται να χορηγείται σε άτομα με ΣΔ 2 και ΔΜΣ >30 ή και μόνον >27 αλλά με παρουσία παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου.
Συμπερασματικά η παχυσαρκία συνδέεται στενά με τον ΣΔ 2 και μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί τον "προθάλαμο" του διαβήτη. Μείωση της παχυσαρκίας με οποιοδήποτε μέσο οδηγεί σε μείωση της πιθανότητας εμφάνισης ΣΔ 2 ενώ η απώλεια βάρους σε παχύσαρκους/υπέρβαρους διαβητικούς τύπου 2 έχει ως αποτέλεσμα την καλλίτερη ρύθμιση του σακχάρου (ακόμη και μέχρι σημείου πλήρους υποχώρησής του) καθώς και την εντυπωσιακή μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα.