Ως παχυσαρκία ορίζεται η υπερβολική συγκέντρωση λίπους στο σώμα, εξαιτίας χρόνιας ανισορροπίας μεταξύ της πρόσληψης τροφής και της ποσότητας της ενέργειας που δαπανάται.Είναι αποτέλεσμα σύνθετων ψυχολογικών, περιβαλλοντικών, γενετικών και συμπεριφορικών παραμέτρων.
Παρόλο που είναι γνωστή η γενικότερη επιβάρυνση της υγείας από την παχυσαρκία λόγω των χρόνιων και σοβαρών νοσημάτων που προκαλεί, μέχρι πρόσφατα υπήρχε η πεποίθηση ότι είναι προστατευτική απέναντι στο κάταγμα, εξαιτίας της υψηλότερης οστικής πυκνότητας και της μαλακής επένδυσης των ιστών που ελαττώνουν τις συνέπειες της πτώσης.
Είναι γνωστό ότι ο λιπώδης ιστός διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό ισοζύγιο του ανθρώπου καθώς εκτός από πηγή ενέργειας, προσφέρει μηχανική προστασία στα εσωτερικά όργανα έναντι των κακώσεων και συνεισφέρει στη θερμική απομόνωση των εσωτερικών οργάνων του οργανισμού από το περιβάλλον. Ο μεταβολισμός του λίπους γίνεται με βάση τις ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού και καθορίζεται από τροφικούς, νευρικούς και ενδοκρινικούς παράγοντες.
Πολλές έρευνες υπογραμμίζουν την επίδραση της παχυσαρκίας στον οστικό μεταβολισμό με πολλούς τρόπους (πίνακας 1). Η κοινή προέλευση των λιποκυττάρων και των οστεοβλαστών από ένα κοινό πολυδύναμο μεσεγχυματικό κύτταρο έχει σαν συνέπεια οι παράγοντες που επιτρέπουν την οστεοβλαστογένεση να αναστέλλουν τη λιπογένεση και αντίστροφα. Με άλλα λόγια, η παχυσαρκία να έχει τη δυνατότητα από τη μία να αυξάνει τη διαφοροποίηση των λιποκυττάρων και τη συσσώρευση λίπους και από την άλλη να ελαττώνει τη διαφοροποίηση των οστεοβλαστών και τη διάπλαση των οστών.
Πίνακας 1. Μηχανισμοί μέσω των οποίων η παχυσαρκία επηρεάζει την κατάσταση του οστού (από Gonellietal., 2014)
Ένας από τους τρόπους που η παχυσαρκία είναι σε θέση να αυξήσει την οστική επαναρρόφηση είναι η υπερύθμιση κάποιων προφλεγμονωδών κυτοκινών (μπορείς να αναφέρεις κάποιες), οι οποίες μέσω της ρύθμισης της RANKL / RANK / OPG οδού, διεγείρουν την οστεοκλαστική δραστηριότητα. Η παχυσαρκία σχετίζεται, επίσης, με εκφύλιση και φλεγμονή του μυοσκελετικού συστήματος.
Οι προερχόμενες από τα λιποκύτταρα κυτοκίνες , όπως η λεπτίνη και η αδιπονεκτίνη, επιδρούν έμμεσα ή άμεσα στο μεταβολισμό των οστών από την παχυσαρκία, λόγω της σημαντικής αύξησης της πρώτης και μείωσης της δεύτερης στον ορό.
Η επίδραση της λεπτίνης στα οστά δεν είναι τελείως αποσαφηνισμένη και τα αποτελέσματα των μελετών είναι αντιφατικά. Όσον αφορά την αδιπονεκτίνη, έχει καταδειχθεί ότι αυτή η ορμόνη επηρεάζει τα οστά με δύο αντίθετους τρόπους, αφενός εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό των οστεοβλαστών και αυξάνει την απόπτωση τους και αφετέρου αναστέλλει τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, προωθώντας με αυτό τον τρόπο, τον σχηματισμό των οστών και την αύξηση της οστικής μάζας. Ο ρόλος των κυτοκινών στα οστά έγκειται στο ότι ο σχηματισμός των οστεοκλαστών σχετίζεται πολύ στενά με τη βασική οστεοκλαστογενετική κυτοκίνη τον ενεργοποιητή του υποδοχέα του ΝΡ-κΒ συνδέτη (RANKL).
Νεότερα δεδομένα δείχνουν σχέση ανάμεσα στην ινσουλίνη τη λεπτίνη και τον σακχαρώδη διαβήτη, αλλά και μεταξύ ινσουλίνης και οστών. Πρόσφατες έρευνες κατέδειξαν ότι τα οστά απελευθερώνουν μια ορμόνη την οστεοκαλσίνη, η οποία αυξάνει τόσο την έκκριση όσο και την ευαισθησία της ινσουλίνης.
Λίγες είναι οι μελέτες που έχουν εξετάσει το ζήτημα των παραγόντων κινδύνου καταγμάτων σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ανθρώπους (εικ.1). Μερικές καταστάσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο κατάγματος ανευρίσκονται στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα όπως ο διαβήτης που είναι η πιο κοινή ασθένεια στα άτομα με υψηλότερο ΔΜΣ και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, ενώ και τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι μειωμένα σε κατάσταση παχυσαρκίας.
Εικόνα 1. (Α) Ο κίνδυνος κατάγματος σε σχέση με το φυσιολογικό ΔΜΣ (25kg/m2) ήταν μεγαλύτερη σε λιποβαρή άτομα, αλλά έδειξε μικρή μείωση μεταξύ εκείνων με υψηλό ΔΜΣ. (Β) Μετά την προσαρμογή της BMD, όλες οι συσχετίσεις είναι εξασθενημένες, υποδεικνύοντας ότι η κυρίαρχη επίδραση του ΔΜΣ για τον κίνδυνο κατάγματος είναι μέσω της αύξησης της BMD (από Nielsonetal., 2012)
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι αν μπορεί να επιτευχθεί απώλεια βάρους με τη διατήρηση ή αύξηση της άλιπης μάζας, αλλά και την αύξηση της αντοχής των οστών, τα ευεργετήματα για τους συμμετέχοντες θα προκύψουν σε πολλαπλούς τομείς της υγείας και της λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης και της πρόληψης κατάγματος.Έχει αποδειχθεί επίσης πως αν και η επίπτωση του κατάγματος είναι υψηλότερη σε εκείνους με το χαμηλότερο ΔΜΣ, παρατηρείται υπεροχή των καταγμάτων σε βαρύτερα άτομα (Πίνακας 2).
Πίνακας 2. Κάταγμα ισχίου ανά κατηγορία ΔΜΣ στη μελέτη NHANES (από Nielsonetal., 2012)
Συμπεράσματα
Η συχνότητα των καταγμάτων που συμβαίνουν σε παχύσαρκους ανθρώπους είναι αυξημένη συγκριτικά με τους μη παχύσαρκους, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες θέσεις όπως το βραχιόνιο οστό, το κάτω άκρο και ο αστράγαλος. Θα πρέπει να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας στους υπέρβαρους και παχύσαρκους. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στα άτομα της τρίτης ηλικίας καθώς η απώλεια βάρους αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα εξαιτίας των ανησυχιών για ταυτόχρονη απώλεια οστικής και μυϊκής μάζας.