Τυχαιοποιήθηκαν 5.145 υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικες ηλικίας 45 έως 74 ετών με διαβήτη τύπου 2 είτε σε εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής είτε σε πρόγραμμα υποστήριξης και εκπαίδευσης για διαβητικούς. Δεδομένα συλλέχθηκαν από 5016 συμμετέχοντες. Χρησιμοποιήθηκαν ειδικά μοντέλα για τη βαθμολόγηση του βαθμού αναπηρίας και την εκτίμηση του κινδύνου ελάττωσης της λειτουργικότητας Το πρωτογενές τελικό σημείο ήταν ο αυτοαναφερόμενος περιορισμός της κινητικότητας, με ετήσιες εκτιμήσεις για συνολικό διάστημα 4 χρόνων.
Στο 4ο έτος του τέλους της μελέτης, μεταξύ 2.514 ενηλίκων που συμμετείχαν στην ομάδα παρέμβασης στον τρόπο ζωής, 517 (20.6%) είχαν σοβαρή αναπηρία και 969 (38.5%) είχαν ικανοποιητική κινητικότητα. Τα αντίστοιχα νούμερα για τους 2.502 συμμετέχοντες της ομάδας υποστήριξης ήταν 656 (26.2%) και 798 (31.9%), αντίστοιχα. Η ομάδα της παρέμβασης στον τρόπο ζωής είχε μια σχετική μείωση 48% στον κίνδυνο της απώλειας της κινητικότητας, σε σύγκριση με την ομάδα υποστήριξης (odds ratio: 0.52, διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 0.44-0.63, P <0.001). Τόσο η απώλεια βάρους όσο και η βελτίωση της φυσικής κατάστασης (όπως εκτιμήθηκε σε δοκιμασία κόπωσης) ήταν σημαντικοί μεσολαβητές αυτού του φαινόμενου (P<0.001 και για τις δύο μεταβλητές). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονταν με την παρέμβαση στον τρόπο ζωής περιλάμβανε μια ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα μυοσκελετικών συμπτωμάτων κατά το πρώτο έτος.
Η απώλεια βάρους και η βελτίωση της φυσικής κατάστασης επιβράδυνε τη μείωση της κινητικότητας σε υπέρβαρους ενήλικες με διαβήτη τύπου 2.